- φιλοποιητής
- ὁ, Ααυτός που αγαπά τους ποιητές.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ποιητής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοποιηταί — φιλοποιητής a friend of poets masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)